Ελληνικοί Παραδοσιακοί Χοροί
Τσάμικος
Ο Τσάμικος είναι ένας παραδοσιακός ελληνικός χορός. Το όνομα του χορού Τσάμικος, προέρχεται από τα περίχωρα του ποταμού Καλαμά (Θύαμης, Τσάμης, Τσάμικος), στην ευρύτερη περιοχή στην Παραμυθιά της Ηπείρου. Με το πέρασμα του χρόνου ο χορός Τσάμικος χορεύεται με πολλούς διαφορετικούς τρόπους στην Ελλάδα. Χορεύεται σε κύκλο με ρυθμό 6/8 (αργός) ή 3/4 (γρήγορος). Ο Τσάμικος λέγεται και Κλέφτικος επειδή αγαπήθηκε και χορεύτηκε πάρα πολύ από τους κλέφτες. Σαν ηρωικός χορός πρωτοχορεύτηκε από άνδρες, αλλά αργότερα στον κύκλο του χορού προστέθηκαν και οι γυναίκες. Ο Τσάμικος μετά από κάθε μάχη και νίκη είχε την τιμητική του. Ο Τσάμικος χορεύεται σ’ όλη τη Στεριανή Ελλάδα με κάποιες ιδιαιτερότητες. Μια από τις ιδιαιτερότητες είναι ο ρυθμός της μουσικής. Ενδεικτικά, στις περιοχές της Ρούμελης και του Μωριά, χαρακτηριστικό της μουσικής είναι ο πιο γρήγορος ρυθμός, είναι τα 3/4. Της Ηπείρου και της Θεσσαλίας, ο ρυθμός είναι τα 6/8. Ο χορός Τσάμικος χορεύεται σε διάφορες κοινωνικές εκδηλώσεις, γάμους, βαφτίσια, πανηγύρια. Επίσης χορεύεται και από χορευτικά συγκροτήματα διαφόρων πολιτιστικών συλλόγων. Η έκφραση των χορευτών που χορεύουν στις κοινωνικές εκδηλώσεις είναι πιο αυθόρμητη και διαφέρει από αυτή των χορευτών που ανήκουν στα χορευτικά συγκροτήματα, που αναγκαστικά είναι πιο στυλιζαρισμένη και τυποποιημένη λόγω της επιβαλλόμενης εμφάνισης. Η έκφραση των χορευτών επηρεάζεται και από τα λόγια του τραγουδιού, τον τρόπο εκτέλεσης, το χώρο αλλά και την ποιότητα της απόδοσης του μουσικού οργάνου. Οι κινήσεις πρέπει να εναρμονίζονται με το ιστορικό του τραγουδιού. Ο κορυφαίος πρέπει να βιώνει το τραγούδι και να ανταποκρίνεται στο ύφος αυτού και δε θα πρέπει να παρασύρεται σε υπερβολές. Ο κορυφαίος στο Τσάμικο πρέπει να εκστασιάζεται αλλά να μην επιδίδεται σε κατάχρηση κινήσεων. Ο κορυφαίος πρέπει να γνωρίζει ποιες κινήσεις του ταιριάζουν και όχι να αντιγράφει κινήσεις που δεν του ταιριάζουν και είναι πέρα των δυνατοτήτων του. Ο χορός έχει τα ίδια βήματα κατά όλη τη διάρκεια του χορού και δεν αλλάζουν τα βήματα κάποια στιγμή ενώ χορεύεται. Το άτομο που χορεύει στη μία άκρη και οδηγεί τους άλλους συνηθίζει να κάνει φιγούρες, και συγκεντρώνεται περισσότερο ο χορός στο άτομο αυτό. Π.χ μπορεί να σταματάει το χορό και να αρχίζει να κάνει φιγούρες, και τότε οι άλλοι μένουν στάσιμοι και παρακολουθούν το άτομο αυτό, και μετά μπορεί να συνεχίσει το χορό με βήματα που χαρακτηρίζουν το χορό.
Ζωναράδικος
Ο Ζωναράδικος είναι παραδοσιακός χορός από τη Θράκη, που έφεραν στην Ελλάδα πρόσφυγες από την Ανατολική Ρωμυλία.Είναι μεικτός χορός (χορεύεται από άντρες και γυναίκες), κυκλικός, με μεγάλη διάδοση σε όλη τη Θράκη. Το όνομά του το οφείλει στο ότι , οι χορευτές , πιάνονται ο ένας από τον άλλον από τα ζωνάρια. Μπροστά μπαίνουν οι άντρες και ακολουθούν οι γυναίκες. Σύμφωνα με τα ήθη παλιότερα, ο τελευταίος άντρας, που θα πιανόταν με την πρώτη γυναίκα του γυναικείου κύκλου για να σχηματίσουν έναν ενιαίο κύκλο χορού, έπρεπε απαραίτητα, να έχει συγγενική σχέση μαζί της. Όταν η μουσική γίνει έντονη χορεύουνε μόνο άντρες σε ευθεία (και όχι κυκλικά όπως συνηθίζεται). Είναι γνωστός με διάφορες ονομασίες που δηλώνουν τον τρόπο που πιάνονται οι χορευτές (ζωναράτος), τον τρόπο που τον χορεύουν(ντούζκος=ίσια στρωτά), ή τσέστος (μικρά και σβέλτα βήματα). Ο ντούζκος και ο τσέστος χορεύεται από άντρες.
Καλαματιανός
Ο πλέον διαδεδομένος τύπος χορού στην Ελλάδα, με αρχαία καταγωγή. Έχει αποτελέσει τη βάση πολλών παραλλαγών, από τις οποίες πιο γνωστές είναι των Χανίων και του Ηρακλείου στην Κρήτη, της Χίου, της Κεφαλλονιάς, της Ζακύνθου, της Κέρκυρας, της Ρόδου, των Σερρών και της Θράκης. Ο δημοφιλέστερος συρτός χορός είναι ο Καλαματιανός με καταγωγή την Πελοπόννησο. Αρχικά αποτελούσε δεύτερο τύπο του συρτού, αλλά επειδή -καθαρά από σύμπτωση- τα περισσότερα τραγούδια του χορεύονταν με το μέτρο των 7/8 του συρτού αυτού είχαν αναφορά στην πόλη της Καλαμάτας, επικράτησε η ονομασία συρτός Καλαματιανός ή απλά Καλαματιανός. Στη βασική του μορφή έχει δώδεκα βήματα, από τα οποία τα επτά πρώτα είναι προς τα εμπρός και τα υπόλοιπα πέντε επί τόπου. Υπάρχουν αρκετές θεωρίες – ορισμένες αρκετά υπερβολικές – όσον αφορά την αρχική καταγωγή του Καλαματιανού (και του συρτού γενικότερα), το βέβαιο όμως είναι ότι χαρακτηριστικά του συρτού Καλαματιανού απεικονίζονται σε πολλά αγγεία, αναθηματικές στήλες και πήλινα ειδώλια.
Πεντοζάλης (Πεντοζάλι)
Ο πεντοζάλης, ένας χορός ιδιαίτερα διαδεδομένος σε ολόκληρη την Κρήτη, χορεύεται από άνδρες και γυναίκες. Συνοδεύεται από πλήθος μελωδιών, τις γνωστές κοντυλιές. Πήρε τ’ όνομά του από τα πέντε ζάλα του (βήματα). Καθαρά πολεμικός χορός διαδηλώνει τον ξεσηκωμό, τη λεβεντιά, τον ηρωισμό και την ελπίδα. Το μαύρο κρουσάτο μαντήλι (σαρίκι) που φορά στο κεφάλι ο χορευτής μαρτυρά τις θυσίες του κρητικού λαού. Έχει παλιές ρίζες και έχει σχέση με την αρχαία Πυρρίχη, που ήταν χορός ένοπλος ανδρών και ιδίως της αρχαίας δωρικής πολιτείας. Ο Πυρρίχιος, ως δωρικός, πολεμικός χορός, χορευόταν και στην Αθήνα και στη Σπάρτη. Με το χρόνο διατηρήθηκε και διαμορφώθηκε στην Κρήτη ως Πεντοζάλης, ο χορός που χορεύεται τώρα στην Κρήτη. Αποτελείται από την Εισαγωγή (Σιγανός) και τα ήρεμα βασικά βήματα. Ο Σιγανός χορεύεται (πολλές φορές με τη συνοδεία μαντινάδων), με αργά βήματα (αργό τέμπο) είτε προς τη φορά, είτε προς το κέντρο του κύκλου και στη συνέχεια καθώς ο ρυθμός γίνεται πιο γρήγορος, τα βήματα γίνονται κι αυτά πιο γρήγορα και πηδηχτά.
Μαλεβιζιώτικος (Καστρινός)
Πηδηχτός χορός της κεντρικής Κρήτης. Χορεύεται από άντρες και γυναίκες, οι οποίοι σχηματίζουν κύκλο και πιάνονται από τους καρπούς με τους αγκώνες λυγισμένους. Αρχική θέση είναι η προσοχή. Το όνομά του δηλώνει προέλευση από το Κάστρο (Ηράκλειο) ή από την επαρχία Μαλεβιζίου του νομού Ηρακλείου. Σε ορισμένα χωριά του νομού Ρεθύμνου έχει καταγραφεί και ως Κουγίτης. Σήμερα τα ονόματα καστρινός και μαλεβιζώτης αναφέρονται στον ίδιο χορό, έναν από τους λίγους παραδοσιακούς χορούς που έχουν απομείνει σε λειτουργία στην Κρήτη. Όσο μπορούμε να καταλάβουμε όμως από τα σπαράγματα της μουσικοχορευτικής παράδοσης που μπορούν ακόμη να μελετηθούν, ο πηδηχτός του νομού Ηρακλείου διαφοροποιείται στο χορευτικό ύφος κατά περιοχές και γίνεται καστρινός πηδηχτός, μαλεβιζώτικος πηδηχτός, μοχιανός πηδηχτός (χωριό Μοχός), εθιανός πηδηχτός (χωριό Εθιά) κ.λ.π. Στην ίδια οικογένεια φαίνεται να ανήκει και ο περίφημος στειακός πηδηχτός (Σητεία) του νομού Λασηθίου που αναφέραμε πιο πάνω. Σε κάθε περιοχή, από τους ντόπιους ο χορός ονομαζόταν απλός «πηδηχτός», ενώ οι κάτοικοι άλλων περιοχών τον χαρακτήριζαν με τους γεωγραφικούς προσδιορισμούς που αναφέραμε.
Σούστα
Γνωστός κρητικός πηδηχτός χορός, από τους επιζώντες στην εποχή μας και θεωρούμενους πλέον ως «παγκρήτιους». Η προέλευσή του είναι από το νομό Ρεθύμνης, γι’ αυτό και χαρακτηρίζεται συχνά «ρεθεμνιώτικη σούστα», αν και από τους ίδιους τους χορευτές της πόλης και των χωριών του Ρεθέμνους λεγόταν και λέγεται πάντα απλώς σούστα. Τα τρία βασικά βήματα, που μοιάζουν με πηδηματάκια και κάνουν τα σώματα των χορευτών να μοιάζουν σαν να ωθούνται από κάποιο ελατήριο (να «σουσταρίζουν»), είναι πιθανόν ο λόγος που ο χορός μετονομάστηκε την περίοδο της Ενετοκρατίας σε «σούστα», από την ιταλική λέξη susta που σημαίνει έλασμα, ελατήριο. Δεν είναι γνωστό το προηγούμενο όνομά του. Είναι ζευγαρωτός χορός, χορεύεται από ζεύγη άνδρα και γυναίκας, ιδιαίτερα ερωτικός, με πολλές φιγούρες των χεριών ενώ τα βήματα των ποδιών παραμένουν σχεδόν πάντα ίδια (ή γίνονται σταυρωτά για λίγη ώρα, ως φιγούρα). Η σούστα έχει απλά βήματα (αναπηδήσεις μία φορά εναλλάξ στο κάθε πόδι, ακολουθώντας το ρυθμό), αλλά δεν είναι απλός χορός, γιατί ο καλός χορευτής –ή το καλό ζευγάρι– της δίνει ομορφιά με τη «χάρη» του (τη λεπτότητα και τον ερωτισμό που αποπνέουν οι κινήσεις του, που ποτέ δεν πρέπει να εκχυδαϊστούν ούτε να λικνίζεται ο κορμός του) και με την καλή γνώση στις πολλές φιγούρες των χεριών. Η σούστα, ως γνωστόν, ήταν η μόνη ευκαιρία των νέων διαφορετικού φύλου όχι μόνο να πλησιάσουν ο ένας τον άλλο αλλά και να αγγιχτούν (στα χέρια) και να εκφράσουν με κάθε κίνηση και βλέμμα τον ερωτισμό τους. Φυσικά στις κρητικές κοινωνίες του παρελθόντος, που ήταν όλες αυστηρών ηθών, σούστα χόρευαν συνήθως συγγενείς (αδερφός με αδερφή, ξάδερφος με ξαδέρφη), παντρεμένα ζευγάρια κ.λ.π., ενώ το χορευτικό ζευγάρι μεταξύ «ξένων» νέων χρειαζόταν προσοχή, γιατί προκαλούσε κοινωνικά σχόλια. Κατ’ εξαίρεσιν μπορεί να χορευόταν από δύο κοπελιές μόνες τους (ως χορευτικό ζεύγος), όταν «δεν είχαν καβαλιέρο». Την ανάγκη αυτή της προσέγγισης των δύο φίλων ήρθαν αργότερα (τον εικοστό αιώνα) να εξυπηρετήσουν οι «ευρωπαϊκοί» χοροί, ταγκώ και βαλς, αλλά και η πόλκα, που έγινε πολύ αγαπητή στο νομό Ρεθύμνης ως «σωτής». Η συσχέτιση της σούστας με τον αρχαίο πυρρίχιο είναι ένας μεγάλος πειρασμός για τους ερευνητές, λόγω του αρχεγονικού χαρακτήρα της. Συχνά λέμε ότι η σούστα ήταν πολεμικός χορός και με την πάροδο των αιώνων μετεξελίχθηκε σε ερωτικό. Λέγεται ακόμη ότι αποτελεί τη βάση από την οποία αναπτύχθηκαν άλλοι, περιπλοκότεροι, χοροί με «σουστάρισμα» όπως ο μαλεβιζώτης. Ίσως. Το θέμα είναι ανοιχτό στην έρευνα και δεν μπορούμε να καταλήξουμε σε ασφαλή συμπεράσματα.
Μπάλος
Ο μπάλος είναι νησιώτικος αντικρυστός χορός. Πρόκειται για ένα χορό παντομίμας που εκφράζει την ερωτική έλξη, γι’ αυτό και είναι ένας χορός χωρίς απότομες κινήσεις, ενώ υπάρχει αρκετή ελευθερία όσο αφορά τόσο στις κινήσεις όσο και στις φιγούρες. Είναι δημοτικός χορός που δέχτηκε δυτικές επιδράσεις στα χρόνια της φραγκοκρατίας. Οι κινήσεις του χορού είναι κομψές και οι δύο χορευτές κρατούν μαντήλια. Ο καβαλιέρος κάνει διάφορες φιγούρες προσπαθώντας να εντυπωσιάσει τη ντάμα του, ενώ εκείνη τον αποφεύγει κάνοντας νάζια.
Μπαϊντούσκα
Η μπαϊντούσκα είναι κυκλικός χορός σε εξάσημο ρυθμό, που απαντάται στη Θράκη, στη Μακεδονία και σε άλλα μέρη της νότιας Βαλκανικής. Σχετικά με την καταγωγή του ονόματος του χορού έχουν γίνει διάφορες υποθέσεις όπως: Σλαβικό (μπάι ντούσκο = αριστερά και ίσια ή πάει ίσια). Τουρκικό (πάι τακ = κουτσός, στραβοκάνης και μεταφορικά, με βάδισμα πάπιας). Όπως και άλλοι χοροί, παρουσιάζεται με μικρές ή μεγάλες διαφορές από τόπο σε τόπο. Ο χορός έχει δέκα βήματα, τα οποία τα χωρίζουμε σε τρία μέρη: Αντίθετα από τη φορά, επιτόπου και προς τη φορά. Η Μπαϊντούσκα είναι συμβολικός χορός. Κατά την πιθανότερη εκδοχή αναπαριστά με τους βηματισμούς της μια τακτική της μάχης. Υπό αυτό το πρίσμα θεωρείται πολεμικός χορός, ενώ η ιαχή εκφοβισμού των χορευτών, επιβεβαιώνει τον πολεμικό χαρακτήρα του χορού.
Ικαριώτικος
Ο Ικαριώτικος προέρχεται από την Ικαρία και χορεύεται σε όλα τα νησιά του κεντρικού Αιγαίου. Χορεύεται από άντρες και γυναίκες με λαβή κυρίως από τους ώμους. Στο πρώτο μέρος έχουμε περπατητά βήματα, ενώ στο δεύτερο που ζωντανεύει ο ρυθμός έχουμε γρήγορα βήματα και κινητικότητα τόσο των ποδιών όσο και του σώματος. Το πιο γνωστό τραγούδι που συνοδεύει τον Ικαριώτικο, λέγεται «Η αγάπη μου στην Ικαριά», σε στίχους και μουσική του Γιώργου Κονιτόπουλου. Μάλιστα στον δίσκο του 1975, αναφέρεται ως συρτό. Ο πραγματικός όμως Ικαριώτικος (ή Καριώτικος όπως λέγεται στην Ικαρία), όπως υποστηρίζουν οι ντόπιοι, δεν έχει σχέση με τον Ικαριώτικο που όλοι γνωρίζουμε.
Συρτός Χανιώτικος (Χανιώτης)
Από τους πιο δημοφιλείς χορούς στην Κρήτη σήμερα. Αποκαλείται και Χανιώτης, καθώς η διάδοση του αλλά και η γέννηση του με τη μορφή που τον συναντάμε σήμερα, έγινε στην περιοχή του νομού Χανίων και ειδικότερα στην περιοχή της Κισσάμου. Ο συρτός ως χορός με μορφή που δεν μπορούμε να γνωρίζουμε, πρέπει να υπάρχει εκατοντάδες χρόνια στο νησί της Κρήτης. Οι βασικές μελωδίες του σημερινού Κρητικού συρτού πιθανόν να υπάρχουν στο νησί πιθανόν από την αρχαιότητα. Ο συρτός είναι χορός στρωτός, με μικρά βήματα τα οποία εκτελούν ταυτόχρονα όλοι οι χορευτές, άντρες και γυναίκες. Οι χορευτές σχηματίζουν κύκλο με μέτωπο προς το κέντρο και κρατιούνται με τις παλάμες και τα χέρια λυγισμένα στους αγκώνες. Τα βήματα είναι έντεκα και το τελευταίο εκτελείται σε δύο χρόνους. Παλαιότερα, όταν ένας άντρας αναλάμβανε να χορέψει μια ομάδα γυναικών, χόρευε με την καθεμία με τη σειρά. Αυτός που χόρευε πρώτος άφηνε τη θέση του μετά από λίγο στον δεύτερο και εκείνος πιανόταν στο τέλος και έτσι με τη σειρά χόρευαν όλοι ως πρώτοι.
----------------Ποντιακοί Χοροί---------------------
Όταν μιλάμε για τους ποντιακούς χορούς και τα τραγούδια αλλά και για κάθε άλλο πολιτιστικό στοιχείο, θα πρέπει να ξεκαθαρίσουμε ότι:Ποντιακό είναι κάθε τι που δημιουργήθηκε στην ευρύτερη περιοχή του Πόντου με όλες τις επιδράσεις και τις παραλλαγές του. Οι ποντιακοί χοροί χορεύονται σε κύκλο από άντρες και γυναίκες, που κρατούν το σώμα στητό, τα πόδια λίγο ανοιχτά, πιάνονται από τους καρπούς και έχουν τα χέρια άλλοτε υψωμένα κι άλλοτε με λυγισμένους αγκώνες προς τα κάτω. Τα μικρά βήματα των χορευτών τα ακολουθούν πιστά ρυθμικές και συγχρονισμένες κινήσεις των μελών του σώματος, ιδίως των γλουτών. Οι χοροί συνοδεύονται με την ποντιακή λύρα (κεμεντζέ), που συνήθως την παίζει ένας από τον όμιλο χορεύοντας και τραγουδώντας δίστιχα, αλλά μερικές φορές στέκεται και στη μέση του κύκλου. Στις υπαίθριες γιορτές μεταχειρίζονται το τουλούμ ή ασκί (γκάιντα) και ζουρνά-νταούλι ή κεμεντζέ-ντέφι. Οι ποντιακοί χοροί είναι ομαδικοί (συνήθως και κυκλικοί, εκτός του Κοτσαγκέλ), γι’ αυτό η έναρξη δεν γινόταν από ένα συγκεκριμένο άτομο αλλά από ομάδα ατόμων.
Συνολικά οι ποντιακοί χοροί ανέρχονται σε πάνω από 50 (αναφέρονται ονομαστικά παρακάτω). Οι ποντιακοί χοροί έχουν έντονο «χρώμα». Τα χρωματικά αυτά στοιχεία είναι: Η εκστατική κίνηση του κεφαλιού, που άλλοτε στήνεται ψηλά, άλλοτε σκύβει χαμηλά, άλλοτε στρέφεται δεξιά και άλλοτε γυρνάει αριστερά. Το «τρόμαγμαν», δηλαδή η τρεμουλιαστή κίνηση ολόκληρου του κορμιού ή μόνο των ώμων, το βίαιο ανεβοκατέβασμα των χεριών, μαζί με, ή χωρίς κραυγές, το σφιχτό πιάσιμο των ώμων απο τα διασταυρωμένα χέρια, το εκστατικό ύφος των χορευτών, που τους κάνει συχνά να μοιάζουν σαν υπνωτισμένοι, ή αντίθετα, η ζωηρή κίνηση των χεριών μπρός-πίσω, το βρόντημα του παδαριού στο έδαφος, επιτόπου, σαν να γίνεται επίκληση η φοβέρισμα των δαιμόνων της γης, ο μετεωρισμός άλλοτε του δεξιού ποδιού κι άλλοτε του αριστερού, τα ελαφρά πηδήματα η τα ζωηρά άλματα, που ποιός ξέρει τι συμβόλιζαν η παράσταιναν, οι εναλλασσόμενοι ρυθμοί, άλλοτε αργοί κι άλλοτε ζωηροί στον ίδιο χορό.
Σέρα (ή Τρομαχτόν ή Λάζικον) Πυρριχιος
Ο αντιπροσωπευτικότερος ποντιακός χορός είναι η «Σέρα» (ή Τρομαχτόν ή Λάζικον) –από το όνομα ενός ποταμού κοντά στην Τραπεζούντα- που πολλοί τον ταυτίζουν με τον αρχαίο πυρρίχιο. Πρόκειται για πολεμικό ανδρικό χορό, που τον χόρευαν με την παραδοσιακή μαύρη στολή τους, με το κεφάλι σκεπασμένο με ένα μαύρο μαντήλι χαρακτηριστικά δεμένο, και με όπλα. Έχει ομαδικό χαρακτήρα και χορεύεται από άνδρες. Χορευόταν στην αρχαιότητα στα Μεγάλα Παναθήναια κάθε 4 χρόνια, στα Μικρά Παναθήναια κάθε χρόνο, με πλήρη πολεμική στολή, καθώς και στα Διοσκούρια της Σπάρτης. Ονομάζεται και πυρρίχιος χορός, διότι οι κινήσεις των χορευτών μιμούνται αντίστοιχες κινήσεις αρχαίου Έλληνα πολεμιστή, σε ώρα μάχης. Και γι’ αυτήν ακριβώς την ιδιαιτερότητα που έχει ο χορός, κατατάχθηκε μεταξύ των διασημότερων χορών, όλου του κόσμου.
Κότσαρι
Πασίγνωστος είναι επίσης και ο χορός Κότσαρι (προέρχεται από την περιοχή του Καρς). Είναι χορός μεικτός, κυκλικός και από τους γνωστότερους χορούς στους μη Ποντίους. Είναι ίσως ο πιο φημισμένος ποντιακός χορός μετά τον πυρρίχιο χορό. Τ’ όνομά του προέρχεται από τον τρόπο που χορεύεται και συγκεκριμένα από τα 2 κουτσά (κοτσά) βήματα που εκτελούνται μάλιστα με ταυτόχρονο χτύπημα της φτέρνας (κότσ’ ) στο έδαφος. Παλαιότερα εθεωρείτο ανδρικός χορός, κατατασσόμενος από μελετητές στους δύσκολους «βουνίσιους» πολεμικούς χορούς, αργότερα όμως επιτράπηκε να συμμετέχουν σ’ αυτόν και γυναίκες.
Πιτσάκ
Ένας άλλος ιδιαίτερος ποντιακός χορός, είναι «ο χορός των μαχαιριών» (λέγεται και «Πιτσάκ»). Στον χορό αυτό παίρνουν μέρος μόνο 2 χορευτές οι οποίοι κρατούν μαχαίρια, με τη συνοδεία μουσικών οργάνων. Πολλοί θεωρούν ότι το πιτσάκ’ (πιτσάκοιν ), κλείνει το χορό Σέρρα, ο οποίος είναι ομαδικός, προσθέτοντας ότι τα 2, πλέον, δυνατά παλικάρια συνεχίζουν την όρχηση και μετά τη Σέρρα, όταν οι υπόλοιποι χορευτές κουράζονταν και αποσύρονταν. Το πιτσάκ’ είναι γνωστός χορός στον Πόντο από την αρχαία εποχή και η πλοκή του χορού είναι παρόμοια μ’ αυτήν που παρουσιάζει ο Ξενοφών στην Κύρου Ανάβαση, όταν χορεύθηκε από δύο Θράκες στην Ορντού (Κοτύωρα). Όπως και τότε, έτσι και στον Πόντο, ο χορός χορευόταν από 2 χορευτές που κρατούσαν μαχαίρια, με κατάληξη τον εικονικό θάνατο του ενός. Ο νικητής της διαμάχης κέρδιζε την καρδιά μιας νέας κοπέλας, για χάρη της οποίας και δίδονταν αυτή η διαμάχη. Ακολουθώντας τη μουσική πηδούσαν με λυγισμένα γόνατα και συνέκρουαν τα μαχαίρια ως μαχόμενοι πολεμιστές. Χορεύεται και σε πολλά μέρη της Καππαδοκίας.
Κερκυραϊκός
Ο χορός λέγεται και ρούγα, από τα λόγια του τραγουδιού που τον συνοδεύει. Ο κερκυραϊκός χορός χαρακτηρίζεται από ελαφράδα, χάρη και έντονο λυρικό στοιχείο. Χορεύεται σε ζευγάρια που έχουν μέτωπο προς τη φορά του χορού. Μπορεί επίσης να αρχίσει από απλό κύκλο και να μετασχηματιστεί σε ζευγάρια. Τα πόδια είναι στην προσοχή. Τα ζευγάρια συνδέουν το μέσα χέρι τους με λαβή Καλαματιανού κα το φέρνουν λυγισμένο στο ύψος και κοντά στον ώμο. Το άλλο χέρι το τοποθετούν σε μεσολαβή. Μπροστά από τα ζευγάρια και σε απόσταση 2-3 μέτρων μπαίνει ο πρωτοχορευτής ή ζευγάρι πρωτοχορευτών με την πλάτη προς τη φορά του χορού. Ο χορός αποτελείται από 12 βήματα. Ο κορυφαίος εκτελεί όλα τα βήματα με την πλάτη στραμένη προς τη φορά. Ποικίλει τον χορό με βήματα σταυρωτά, στροφές, καθίσματα και τον αρχίζει από το αριστερό πόδι.
Ροδίτικος πηδηχτός
Ο πηδηχτός είναι από τους πιο αντιπροσωπευτικούς χορούς της Ρόδου, αλλά χορεύεται σ’ όλα τα Δωδεκάνησα. Χορεύεται από άνδρες και γυναίκες. Είναι χαρούμενος, ερωτικός χορός, όπου o πρωτοχορευτής καλεί τη ντάμα του να χορέψουν στο κέντρο του κύκλου. Χορευτές και χορεύτριες, συνήθως τοποθετημένοι εναλλάξ, σχηματίζουν κύκλο ανοικτό με μέτωπο προς το κέντρο. Τα χέρια συνδέονται από τις παλάμες, με τους αγκώνες λυγισμένους. Ο χορός αποτελείται από δύο στροφές, κάθε μια από τις οποίες αποτελείται από δώδεκα βήματα.
Καλυμνιώτικος (ο χορός του μηχανικού)
Ο χορός του μηχανικού, είναι ο δημοφιλέστερος χορός της Καλύμνου (γνωστός χορός επίσης και η σούστα Καλύμνου) και χορεύεται σε διάφορες εκδηλώσεις είτε έχουν σφουγγαράδικο περιεχόμενο είτε όχι (γάμους, γλέντια, πανηγύρια) και είναι πολύ αγαπητός. Είναι καθαρά αντρικός χορός. Αποτελεί αναπαράσταση του «πιασμένου» μηχανικού, δηλαδή του δύτη που βουτούσε με σκάφανδρο κι έχει πιαστεί, δηλαδή έχει πάθει τη νόσο των δυτών (ημιπαράλυση). Αυτός ο χορός ξεκίνησε σχεδόν πριν από 50 χρόνια. Όμως τις ρίζες του πραγματικού χορού με ήρωα αληθινά πιασμένο μηχανικό, θα τις αναζητήσουμε στα τέλη του περασμένου αιώνα. Τότε είχαμε τους πρώτους μηχανικούς και τους πρώτους «πιασμένους». Η παντελής άγνοια κανόνων κατάδυσης (βάθος, χρόνος, γενική συμπεριφορά) ήταν η αιτία που υπήρχαν πολλά θύματα «σκασμένοι και πιασμένοι»… Μετά από τον πόλεμο (1952), ένας Καλύμνιος απόφοιτος της Γυμναστικής Ακαδημίας Σωματικής Αγωγής, ο Θεόφιλος Κλωνάρης, γιος μηχανικού σφουγγαράδικου προσελήφθη στο συγκρότημα της Δώρας Στράτου. Έτσι αποφάσισε να μιμηθεί ο ίδιος το χορό του μηχανικού (ένα χορό που ο μηχανικός τρεμουλιάζει, που πέφτει κάτω και ξανά σηκώνεται για να χορέψει με συνοδεία την ειδική μελωδία του μηχανικού, εμπνευσμένη από τη σφουγγαράδικη λεβεντιά και αντρειοσύνη). Ο Θ. Κλωνάρης δίδαξε τον χορό στο Λύκειο Ελληνίδων και αρκετοί νέοι μας έμαθαν να τον χορεύουν, ενθουσιάζοντας Έλληνες και ξένους.
---------------------Θράκη---------------------
Συγκαθιστός
Μεικτός, αντικρυστός, κατά ζεύγη. Την ονομασία του την οφείλει στο ότι το βήμα του χορευτή, ημικάθεται, μια στο δεξί και μια στο αριστερό πόδι. Χορεύεται στους γάμους, όταν πηγαίνουν να πάρουν την νύφη, αλλά και σε άλλα πανηγύρια και γλέντια και συνοδεύεται από ενθουσιώδη επιφωνήματα.
Ταπεινός
Γαμήλιος χορός, καθαρά γυναικείος, απλός και αργός με μικρά βήματα. Είναι ο πρώτος χορός μετά την στέψη, με την νύφη στην κορυφή του χορού.
Κουσευτός
Χορός που ονομάστηκε έτσι, από το ότι τα βήματά του είναι τρεχάτα (κουσεύω = τρέχω).
Χορός της παλαίστρας
Συνηθιζόταν σε γάμους και πανηγύρια, όπου απαραίτητο στοιχείο ήταν το αγώνισμα πάλης, πολλές φορές από επαγγελματίες παλαιστές. Οι σκοποί της παλαίστρας είναι πολλοί και καθένας αποτελείται από τρία μελωδικά και ρυθμικά μέρη. Το πρώτο, σε αργό ρυθμό, παίζεται στην έναρξη, το δεύτερο, σε πιο γρήγορο ρυθμό, όταν το αγώνισμα βρίσκεται στο αποκορύφωμα του και το τρίτο μέρος, σε ακόμη πιο γρήγορο και ελεύθερο ρυθμό, παίζεται όταν η πάλη φτάνει προς το τέλος και ο νικητής αρχίζει πλέον να ξεχωρίζει καθαρά.
Σουφλιουτούδα
Γυναικείος χορός του Σουφλίου. Την ονομασία του την οφείλει στον εναρκτήριο στίχο “Σουλτάνα Σουφλιουτούδα” τοπικού χορευτικού τραγουδιού.
Γιάννη μ’, Γιαννάκη μου
Μεικτός χορός του Σουφλίου επίσης με το όνομά του από τοπικό τραγούδι
Γίκνα
Γαμήλιος χορός της Ορεστιάδας. Το όνομά του οφείλει στο χρώμα (κνα), που χρησιμοποιούσαν οι γυναίκες για το βάψιμο των νυχιών τους.
Σούστα
Μεικτός χορός της περιοχής Διδυμοτείχου. Το όνομά του βγήκε από το “σουστάρισμα”, (λύγισμα) των ποδιών.
Του Μαμά τα παλικάρια
Μεικτός χορός της περιοχής της Γρατινής Ροδόπης. Το όνομά του, από τον εναρκτήριο στίχο του τοπικού τραγουδιού
Ζεϊμπέκικος
Αργός χορός, παρόμοιος με τον αντικρυστό Καρσιλαμά. Θεωρείται χορός πολεμικός και χορεύεται μόνο από δύο άτομα. Οι κινήσεις γίνονται μέσα σε νοητό κύκλο. Έχει αργό και γρήγορο μέρος, χωρίς τυποποιημένα βήματα, τα οποία κατά περίσταση δίνουν στον χορευτή την δυνατότητα να εξωτερικεύσει τα συναισθήματά του.
Λαγίσιος ή Λαγίτικος
Μιμητικός και σκωπτικός χορός, που παριστάνει το κυνήγι του λαγού. Είναι κυκλικός και χορευόυαν παλιότερα στα βραδυνά γλέντια του γάμου, για να δημιουργήσει ευθυμία και χαλάρωση, μετά την υπερένταση της ημέρας.
Πως το τρίβουν το πιπέρι
Οι ίδιοι οι χορευτές τραγουδούν και προσπαθούν να μιμηθούν τις αντίστοιχες κινήσεις υποθετικού τριψίματος πιπεριού με τα μέλη του σώματός τους (αγκώνα, γόνατα, μύτη κλπ).
Χορός του Μαχαιριού ή Αράπικος
Χορός από δύο άντρες, που κρατούν μαχαίρια και ο ένας προσπαθεί να ακουμπήσει το στήθος του άλλου, οπότε αυτός πέφτει κάτω προσποιούμενος τον νεκρό, και ο νικητής χορεύει γύρω του θριαμβευτικά
Οι χοροί των Αναστεναρίων
Ιδιότυποι και ιδιόμορφου χοροί, που έχουν πρωτεύοντα ρόλο στην όλη τελετουργία, και αποτελούν ένα από τα βασικά στοιχεία του … εκστασιασμού των τελεστών. Οι βηματισμοί στους χορούς αυτούς, είναι απλοί, με στατικότητα και αυτοσχεδιασμούς και με ανάλογες κινήσεις των χεριών, που εκφράζουν την ψυχοσύνθεση και τα συναισθήματα των οιστρόπληκτων χορευτών
Κουτσός
Χορός επίσης της περιοχής Ορεστιάδας, από άντρες και γυναίκες.
Μαντηλάτος
Χορός αντικριστός, συνήθως από έναν άντρα και μια γυναίκα. Οφείλει την ονομασία του στο μαντήλι που κρατούν οι χορευτές. Συνηθιζόταν ιδιαίτερα στους γάμους, στο δρόμο, όταν πήγαιναν να πάρουν τη νύφη ή τον κουμπάρο για την εκκλησία.Τσέστος Πανόμοιος χορός με τον Ζωναράδικο.
Τριπάτης
Μεικτός χορός της περιοχής Ορεστιάδας και αυτός.
--------------------------Κρήτη--------------------------
Αγκαλιαστός
Tο όνομα του το πήρε από την ιδιότυπη λαβή, μοναδική για τα δεδομένα της Κρήτης, με την οποία πιάνονται οι χορευτές. Βάζουν το αριστερό χέρι τους πάνω από τον δεξιό ώμο τους κρατώντας συνήθως μαντίλι του οποίου την άκρη ρίχνουν στην πλάτη τους. Την άκρη αυτή κρατά με το δεξί χέρι ο επόμενος χορευτής ή χορεύτρια. Οι χορευτές έτσι φαίνονται σαν αγκαλιασμένοι γι΄ αυτό και ο χορός λέγεται Αγκαλιαστός. Ο χορός αυτός ήταν πασίγνωστος σε όλη την Ανατολική Κρήτη και ήταν ο αγαπημένος χορός των νέων προπολεμικά. Ο λόγος όμως που τον έκανε λαοφιλή δεν ήταν μόνο η ευκολία του αλλά και γιατί έδινε την δυνατότητα στους νέους να αγκαλιάσουν τις νέες με τις οποίες χόρευαν.
Ανωγειανός (Μυλοποταμίτικος) Πηδηχτός
Ανδρικός κυρίως χορός που χορεύεται κυρίως στην περιοχή των Ανωγείων, με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους πηδηχτούς βηματισμούς και τα δυνατά χτυπήματα των ποδιών στο έδαφος, φαίνεται ότι αποτελεί ένα απόηχο του αρχαιότατου χορού των Κουρητών τον Πυρρίχιο. Τα χέρια των χορευτών πιάνονται από τις παλάμες χιαστί και εκτελούν χορό δώδεκα βημάτων (έξι μπρος, έξι πίσω).
Απανωμερίτης
Ο προβατινίστικος χορός ή προβατίνα ή απανωμερίτης ή νταγκουνάκι ή σανδαλάκι, είναι ένας από τους παλιούς τοπικούς χορούς της Κρήτης. Χορεύονταν στο Αμάρι και στην επαρχία Aγ. Βασιλείου του νομού Ρεθύμνου, μα και σ’ άλλα χωριά του Ρεθύμνου και προς τα Ηρακλειώτικα μέχρι και λίγο μετά τον πόλεμο. Τον λέγανε προβατινίστικο, γιατί στις κινήσεις του ο χορευτής χτυπάει το πόδι του στη γη, όπως κάνουνε τα πρόβατα όταν θα νευριάσουν! Μαρτυρίες μεγαλύτερων σε ηλικία κατοίκων της επαρχίας Αμαρίου αναφέρουν ότι τραγουδούσαν και μαντινάδες πάνω στο σκοπό του Απανωμερίτη, οι οποίες όμως δε διασώζονται στη μνήμη τους…
Αράπικος
Ήταν ένας εύθυμος, σατυρικός και «ελευθεριάζων» χορός (όπως τον χαρακτηριζει ο δάσκαλος και λαογράφος Στ. Αποστολάκης στο βιβλίο του «Τα λαογραφικά του χορού στη Δυτική Κρήτη»). Σύμφωνα με τους ερευνητές Γιάννη Παναγιωτάκη και Γιώργη Λαγκαδινό (βλ. τις ανεξάρτητες ανακοινώσεις τους στο 11ο Συνέδριο των Κρητών Φοιτητών, Ελούντα 6.8.2005), ο αράπικος χορευόταν σε όλη την Κρήτη. Μερικές φορές μάλιστα κατέληγαν σ\’ αυτόν, τα ξημερώματα, ακόμη και γαμήλια γλέντια! Όταν είχαν αποχωρήσει τα γυναικόπαιδα, οι τελευταίοι άντρες γλεντιστάδες επιδίδονταν στον αράπικο, μιμούμενοι ερωτικές κινήσεις ανάμεσα σε άντρα και γυναίκα (δυο μεταμφιεσμένοι άντρες, ο ένας σε γυναίκα κι ο άλλος, «μουζωμένος», δηλαδή μουτζουρωμένος, σε «αράπη»), και συμβόλιζαν έτσι την έντονη ερωτική επίδοση του νεόνυμφου ζευγαριού (που κι αυτό είχε ήδη αποχωρήσει για ύπνο). Η μίμηση αυτή δεν εθεωρείτο προσβλητική, γιατί ξεσπούσαν σε ευχετικά επιφωνήματα «άντε και καλούς απογόνους» κ.τ.λ. (Παναγιωτάκης). Συνήθως βέβαια, όπως φαίνεται, ο αράπικος χορευόταν τις απόκριες. Η μορφή του παραπέμπει καθαρά σε αρχαία διονυσιακά δρώμενα, σε γιορτές γονιμότητας για τη φύση κ.τ.λ., πράγμα που δεν είναι ασυνήθιστο στην Κρήτη, όπως και σε όλη την Ελλάδα βέβαια.
Εθιανός Πηδηχτός
Μια ακόμα εκδοχή του πηδηχτού χορού της Κρήτης. Ο μουσικός της περιοχής που παρουσίασε τον Εθιανό (πήρε την ονομασία του από το χωριό Εθιά των Αστερουσίων Ορέων) πηδηχτό, είναι ο λυράρης Φουστάνης, από τους πρωτομάστορες μουσικούς, του οποίου όμως δεν έχουν διασωθεί ηχογραφήσεις.
Εμπυρρίκιος
Η μουσική του Εμπυρρίκιου παραπέμπει στη μελωδία του Πεντοζάλη. Και πιο συγκεκριμένα, στα λεγόμενα «αμαριώτικα πεντοζάλια», που έχουν ιδιότυπο μουσικό ύφος, με ιδιαίτερο χαρακτηριστικό τους τη ζωηρή ρυθμική αγωγή. Τα βήματα του Εμπυρρίκιου όμως δε μοιάζουν με το σιγανό Πεντοζάλη όπως χορεύεται στην επαρχία Αμαρίου. Άλλωστε και από τους ντόπιους αναγνωρίζεται ως ξεχωριστός χορός. Τα βήματά του θυμίζουν το σημερινό Σιγανό της Ανατολικής Κρήτης, αλλά ο ρυθμός και το ύφος είναι εντελώς διαφορετικά. Είναι αρκετά ζωηρός χορός, «αναντρανιστός». Χορεύοντας τον Εμπυρρίκιο Από τους πληροφορητές μας συμπεράναμε ότι χορευόταν συνήθως σε κύκλο («δετός») αλλά και ζευγαρωτός, με τους δύο πρώτους χορευτές να αποκόπτονται κατά βούλησιν από τον κύκλο και να κάνουν το δικό τους «χορευτικό». Πρόκειται για «μικτό χορό», δηλαδή χορό που χορευόταν και από τα δύο φύλα, όπως όλοι ανεξαιρέτως οι χοροί της κεντρικής και της ανατολικής Κρήτης (με πιθανή εξαίρεση τις ανωγειανές όρτσες), και οι χορευτές κρατιούνταν από τις παλάμες, ενώ η κίνησή τους ήταν κυκλική. Δεν είχε ιδιαίτερες φιγούρες.
Zερβόδεξος
Ένας ένας εύθυμος και κωμικός χορός και ταιριάζει με το πνεύμα των Αποκριών. Ονομάζεται ζερβόδεξος γιατί οι χορευτές χορεύουν πότε με κατεύθυνση προς τα ζερβά (αριστερά) και πότε προς τα δεξιά. Η αλλαγή της πορείας γίνεται όταν ο λυράρης παίξει κάποιο συγκεκριμένο υψηλό φθόγγο. Οι συνεχείς αυτές στροφές συμβάλλουν στην εύθυμη ατμόσφαιρα του χορού, πολύ περισσότερο όταν, συχνά, ο λυράρης «κατευθύνει» τους χορευτές έξω απο το καφενείο ή την πλατεία, όπου γίνεται το γλέντι ή πάνω σε τοίχους, σε ρυάκια κ.λ.π. Στο χορό λέγονταν συνήθως σατιρικές μαντινάδες (πολλές με αποκριάτικο θέμα).
Κανέλλα
«Μερακλίδικος» χορός της περιοχής της Μεσσαράς (καταγράφηκε πάντως και σε χωριό του Αμαρίου Ρεθύμνου), με ιδιαίτερη μουσική και στίχο. Τα ζάλα του (τα βήματά του) σχετίζονται με το σιγανό της ανατολικής Κρήτης, αλλά το ύφος του, ανάλογα με την ταχύτητά του, μπορεί να παραλληλιστεί και με το ύφος του λαζώτη. Το όνομά του μάλλον το οφείλει στην επωδό «κανέλλα μου με τ’ άνθη» που παρεμβάλλεται κατά το τραγούδισμα των μαντινάδων.
Κατσαμπαδιανός
Από τους λεγόμενους «ξεχασμένους» τοπικούς χορούς της Κρήτης, ο Κατσαμπαδιανός χορευόταν (σύμφωνα με τις έως τώρα καταγραφές) στο νομό Ρεθύμνου (και σε ορισμένα χωριά του γειτονικού Αποκόρωνα Χανίων ) και στα νότια του νομού Ηρακλείου, ιδιαίτερα δε στις επαρχίες Αμαρίου και Πυργιωτίσσης. Έχει επίσης καταγραφεί με τις ονομασίες Κατσι(μ)παδιανός, Κατσαμπαδιανές και Κουτσιστός ή Κουτσός. Οι τελευταίες ονομασίες οφείλονται στα τρία πρώτα βήματα του χορού όπου οι χορευτές «σέρνουν» το πόδι τους σαν να αναπαριστούν βήμα κουτσού ή παράλυτου. Φαίνεται να πρόκειται για παραλλαγή του πηδηχτού Πεντοζάλη.
Λαζώτης ή Λαζώτικος
Από τους ξεχασμένους χορούς της Κρήτης, μάλλον Ποντιακής καταγωγής, του οποίου η μελωδία είναι ακόμα πασίγνωστη στην Κρήτη αλλά χορεύεται όλο και πιο σπάνια. Χορεύονταν στην κεντρική Κρήτη (έχει καταγραφεί στην περιοχή της Μεσσαράς Ηρακλείου και στις επαρχίες Αμαρίου, Αγίου Βασιλείου και Ρεθύμνου του νομού Ρεθύμνου).
Λασηθιώτικος Πηδηχτός
Χορός που ανήκει στην οικογένεια των πηδηχτών χορών της Κρήτης. Στο Λασηθιώτικο πηδηχτό απεικονίζεται όλη η αρχοντιά και η σεμνότητα των ανθρώπων της ανατολικής Κρήτης. Στην Σητεία τον λένε «Στειακό» και στην Ιεράπετρα «Γεραπετρίτικο» (παλιά στην Ιεράπετρα λεγόταν συνήθως «Κρητικός χορός»). Αναμφισβήτητα είναι ο αντιπροσωπευτικότερος χορός της ανατολικής Κρήτης, στον οποίο χαρακτηρίζονται μα και εκτιμώνται τόσο οι επιδέξιοι χορευτές όσο και οι καλοί οργανοπαίχτες. Αρχίζει με αργή ρυθμική αγωγή και προοδευτικά γίνεται γρήγορος αλλά και συγκρατημένος χωρίς ποτέ να ξεπερνά τα όρια και να καταλήγει σαν διονυσιακός. Πάντα όταν ο χορός φτάνει προς το τέλος, ο βιολάτορας «γυρίζει» στην «ασκομπαντούρα» δηλαδή στην απομίμηση του ήχου της. Ο πηδηχτός έχει κάποιες μικρές παραλλαγές στη Σητεία, την Ιεράπετρα και το Μεραμπέλλο τόσο στα βήματα αλλά και στη μελωδία η οποία παρουσιάζει μεγάλη ποικιλία.
Λουβιάρης
Ιδιαίτερος τοπικός χορός που η παρουσία του μαρτυρείται στην Ελούντα Λασηθίου και το όνομά του σημαίνει «λεπρός» (λούβα = λέπρα). Τα βήματα και η μουσική του δεν έχει ακόμη καταστεί δυνατόν να εντοπιστούν. Η ύπαρξή του προφανώς οφείλεται στην τραγική παρουσία του χωριού των λεπρών, που λειτούργησε μέχρι τη δεκαετία του 1960 στο νησί Σπιναλόγκα, απέναντι από την Ελούντα. Η άγνωστη σε μας μορφή του χορού και η συμβολική, πιθανώς, σχέση του με τη «νόσο του Χάνσεν» διεγείρουν τη φαντασία και το ενδιαφέρον όχι μόνον από λαογραφική αλλά και από κοινωνιολογική σκοπιά.
Μανάς
Τοπική παραλλαγή του σιγανού, καταγεγραμμένη από το Δημήτρη Σγουρό στην περιοχή της Κριτσάς Μεραμπέλλου (νομός Λασιθίου). Το όνομά του προέρχεται από το «τσάκισμα» (επωδό) «Για το Θεό, μανά μου!», που λέγεται ανάμεσα στις μαντινάδες.
Μικρό μικράκι
Έχει καταγραφεί από την επαρχία Αποκορώνου του νομού Χανίων έως και το νομό Λασιθίου. Φαίνεται ότι ήταν ιδιαίτερα δημοφιλής. Οι χορευτές σχημάτιζαν κύκλο και στην γραμμή αυτού χόρευαν με τις παλάμες πιασμένες στο ύψος των ώμων.
Ντάμες
Συρτός (ή σούστα σε ορισμένα χωριά) που χορεύεται από ζευγάρια, και συναντάται κυρίως στο νομό Ρεθύμνου. Συνηθιζόταν να χορεύεται σε στιγμές χαράς και ευθυμίας, κυρίως τις απόκριες. Χορεύεται από άντρες και γυναίκες, με τη γυναίκα να κρατάει την άκρη ενός μαντηλιού με το αριστερό της χέρι και δίπλα της να πιάνει την άλλη άκρη ένας άντρας μέχρι τη στιγμή που ο λυράρης θα φωνάξει «ντάμα», οπότε κάθε άντρας αφήνει το μαντήλι της ντάμας του για να πιάσει δίπλα σε αυτήν που είναι μπροστά του. Ο χορευτής που βρίσκεται στο τέλος μένει συνήθως μόνο με τη συνοδεία μιας καρέκλας (γιατί οι γυναίκες είναι σκόπιμα κατά μία λιγότερες)!
Ντουρνεράκια
Ο γνωστός Χασαποσέρβικος χορός, ο οποίος πέρασε στη δισκογραφία από τον Κώστα Μουντάκη την δεκαετία του 1960. Από αφηγήσεις γνωρίζουμε ότι τουλάχιστον στο νομό Ρεθύμνου χορεύονταν από τις αρχές του 20ου αιώνα.
Ξενομπασάρης
Το όνομα του το οφείλει στη μαντινάδα που τραγουδιέται πάντα πρώτη κατά τη διάρκεια του χορού: «Ξενομπασαριακάκι μου ξενομπασάρικο μου. Σγουρό βασιλικάκι μου και να σουνε δικό μου». Η μελωδία του είναι χαριτωμένη, ανάλαφρη και προκαλεί τους μερακλήδες να χορέψουν. Παλαιότερα τον χόρευαν και τον τραγουδούσαν σε κάθε γλέντι ιδιαίτερα στα ορεινά χωριά της Ιεράπετρας και στο κάτω Μεραμπέλλο (όπου τον λένε «Μάνα»). Ήταν πασίγνωστος μέχρι και τη δεκαετία του 60. Είναι στρωτός και αργός χορός που μοιάζει με το Σιγανό που χορεύουν σήμερα. Είναι χρήσιμο εδώ να αναφέρουμε ότι τα παλιά χρόνια στην Ιεράπετρα δε γνώριζαν το Σιγανό. Αυτός ήρθε τα τελευταία χρόνια από την κεντρική Κρήτη, όπως λένε οι παλαιότεροι. Μπορούμε να πούμε με επιφύλαξη πως ο Ξενομπασάρης είναι μια παλιά τοπική μορφή του σιγανού χορού. Βέβαια όσοι έζησαν τη χρήση και των δύο αυτών χορών, έχουν όλοι τους την άποψη ότι άλλος ο ένας χορός και άλλος ο άλλος.
Πρινιανός ή Πρινιώτης
Ο Πρινιώτης είναι ένας χορός που έχει τις ρίζες του (μάλλον) στην ανατολική Κρήτη. Χορευόταν όμως και από τα μέσα του περασμένου αιώνα και στον νομό Ηρακλείου και στον νομό Ρεθύμνης. Εκτελείται από άνδρες και γυναίκες με τα χέρια των ανδρών πιασμένα πάνω από τα χέρια των γυναικών. Πιθανολογείται ότι χορός οφείλει το όνομα του στο χωριό Πρίνα Λασιθίου ή κατά άλλη εκδοχή το όνομα σχετίζεται με την στάση του ανθρωπίνου σώματος κατά την εκτέλεση του χορού, η οποία αποδίδεται εννοιολογικά από το αρχαίο ρήμα πρηνίζω και το ουσιαστικό πρηνής.
Ρόδο
Γυναικείος χορός που εντοπίζεται, τουλάχιστον στις μέρες μας, στην επαρχία Κισσάμου, ένας από τους τοπικούς χορούς των Χανίων, που ατόνησαν από τα μέσα του 20ου αιώνα λόγω των πολιτισμικών και κοινωνικών συνθηκών. Το ύφος της μουσικής του συγγενεύει με Αιγιοπελαγίτικα μουσικά ιδιώματα, υπενθυμίζοντας ότι η Κρήτη στεφανώνεται από τη «μεγάλη μάνα» των Ελλήνων, τη θάλασσα.
Ρουμαθιανή σούστα
Eίναι ένας από τους πολλούς ξεχασμένους χορούς της Κρήτης με καθαρά τοπική σημασία. Την συναντάμε και με την ονομασία Ρουματσίτικη ή Γιτσικιά σούστα. Από τους ίδιους τους τοπικούς χορευτές ονομάζεται απλώς σούστα. Είναι κυκλικός χορός, ο οποίος ανήκει και αυτός στην παμπάλαια ιστορία του πυρρίχιου ή καλύτερα μια εκδοχή πυρρίχιου χορού στα Χανιά. Και ακριβώς λόγω της τοπικής της σημασίας (Παλιά Ρούματα Κισσάμου) πήρε το όνομα Ρουμαθιανή. Κάτι ανάλογο με τους πυρρίχιους χορούς της υπόλοιπης Κρήτης (Μαλεβιζιώτης, Όρτσες, Λασηθιώτικος πηδηκτός κλπ.). Στα Χανιά συναντάμε αυτό τον χορό με κάποια συγκεκριμένα μουσικά γυρίσματα και βήματα (τρία μπρός – πίσω) αλλά με κάποια ιδιαίτερη μορφή, χωρίς να μοιάζει δηλαδή με την σούστα του Ρεθύμνου. Εκτελείται μόνο από άνδρες, που ο πρώτος κάνει κάποια ταλίμια και οι υπόλοιποι τον ακολουθούν σε αυτά. Τα όργανα που αποδίδουν την Ρουμαθιανή σούστα είναι κυρίως το βιολί με λαγούτο και το θιαμπόλι με λαγούτο ή και μόνο του. Σήμερα αυτός ο χορός σπανίζει, εκτός από ελάχιστα χορευτικά συγκροτήματα που τον ξαναβγάζουν στο προσκήνιο και χορεύεται κυρίως στην Κίσσαμο και ως επί το πλείστον στα Παλιά Ρούματα.
Σιγανός
Ο σιγανός, ο βραδυκίνητος αυτός και συρτός χορός, ανήκει στην κατηγορία των τραγουδιστών χορών. Στη διάρκεια του χορού τραγουδιούνται διάφοροι σκοποί. Αυτός ήταν και ο λόγος για τον οποίο το χορό αυτό τον χρησιμοποιούσαν στα οθωμανικά χαρέμια στην περίοδο της τουρκοκρατίας. Ήταν ο χορός της σιωπηλής πνευματικής ανάτασης, ακολουθώντας τα ιερά βήματα του λαβύρινθου, το πικραμένο κλάμα της εγκαταλελειμμένης μεγάλης από το Θησέα μεγάλης ιέρειας , της Αριάδνης. Ήταν τέλος ο χορός του Θησέα, όπως ονομάζεται ακόμα και σήμερα σε πολλά χωριά μας. Ο σιγανός έμεινα να ονομάζεται χορός του Θησέα, γιατί το χορό αυτό παραδίδεται ότι τον είχε διδάξει ο Θησέας.
Σωτής
Λαϊκή διασκευή της γνωστής Πόλκας που έγινε γνωστή και διαδώθηκε στην Κρήτη, τουλάχιστον στο νομό Ρεθύμνης, αρχές του εικοστού αιώνα, μεταμορφωμένος σε ιδιότυπο ζευγαρωτό κρητικό χορό. Ιδιαίτερα παιχνιδιάρικος και ερωτικός, εξυπηρέτησε τις ανάγκες της εποχής παίρνοντας και σατιρική διάθεση. Στα «γυρίσματά του» (τις μελωδίες του), που ήταν λίγα και απλά, τραγουδιούνταν ερωτικά και σατιρικά ρυθμικά δίστιχα.
Τριζάλης
Πηδηχτός χορός που χορευόταν στο Νομό Ρεθύμνου και συγκεκριμένα στην περιοχή της Αμπαδιάς (νότιο τμήμα της επαρχίας Αμαρίου), με λαβή από τις παλάμες και λυγισμένους τους αγκώνες. Το όνομα του είναι σύνθετο από τις λέξεις τρία και ζάλα (βήματα) γι’ αυτό και ονομάστηκε Τριζάλης. Συχνά χαρακτηρίζεται «Κουρουθιανός», πράγμα που σημαίνει ότι συνηθιζόταν ιδιαίτερα στο χωριό Κουρούτες της Αμπαδιάς.
Τσινιάρης
O Τσινιάρης είναι ένας χορός που έχει καταγραφεί στις Μέλαμπες Αγ. Βασιλείου του νομού Ρεθύμνου, ένα χωριό με μεγάλη μουσικοχορευτική παράδοση. Χορεύεται ακόμα και σήμερα ιδιαίτερα από παρέες ηλικιωμένων. Είναι κυκλικός χορός, χορεύεται από άνδρες και γυναίκες που κρατάνε μεταξύ τους με τα χέρια στο ύψος των ώμων.Ο Τσινιάρης θυμίζει έντονα τον Χανιώτικο Συρτό. Η ομοιότητα αυτή υπάρχει και στα βήματα του χορού αλλά και στον σκοπό της μουσικής, ιδιαίτερα στο Ρεθυμνιώτικο ύφος του χορού. Η διαφορά του από τον Συρτό, που τον κάνει και ξεχωριστό χορό οφείλεται σε κάποιες απότομες κινήσεις που αλλάζουν την φορά του χορού στον κύκλο. Αυτές οι απότομες κινήσεις συνοδεύονταν με απότομα ανεβοκατεβάσματα στον σκοπό. Εδώ οφείλεται και το όνομα του χορού αφού οι κινήσεις αυτές θυμίζουν το απότομο λάκτισμα (τσινιά) των ζώων και ειδικά του αλόγου.
-------------------------Πόντος--------------
Ανεφορίτ’σσα ή Κιζέλα
Χορός από τη Γαλίανα, Τραπεζούντα.
Από Παν’ και Κα’
Χορός από την περιοχή της Ματσούκας (Τραπεζούντα).
Από Παν’ και Κα’ ή Τίκ’
Χορός της περιοχής Άκ Ντάγ Ματέν.
Αρματσούκ’ ή Ελματσούκ’
Χορός που χορεύτηκε από Ποντίους των περιοχών Σεβάστειας και Καυκάσου.
Αρχουλαμάς ή Ικιλεμέ (διπλόν)
Χορός από την περιοχή της Πάφρας.
Ατσαπάτ’
Μορφή αργής Σέρρας που χορευόταν στα Πλάτανα Τραπεζούντας.
Γέμουρα
Χορός που χορευόταν στις περιοχές Ίμερα και Σεβάστεια.
Γέμουρα
Χορευόταν στην περιοχή Κακάτσης, με τη μορφή Τρυγόνας.
Γετίερε ή Γεντί-Αράτς ή Γεντί- Αρά
Χορός της περιοχής Αργυρούπολης.
Γιουβαρλαντούμ ή Γιουβα(ρ)λάντουμ
Χορός με προέλευση την περιοχή Άκ Ντάγ Ματέν.
Διπάτ’
Χορός της Τραπεζούντας, συναντάται και με άλλες διαφορετικές ονομασίες όπως ‘Κοδεσπαινιακόν, Γιαβαστόν κα. Είναι παμποντιακός ομαδικός μεικτός χορός με μορφή κυκλική και ονομάζεται και ομάλ’ Τραπεζούντας. Πήρε την ονομασία του, από τα 2 ρυθμικά πατήματα από τα οποία αποτελείται ο βαρύς, ήρεμος και ευγενικός ρυθμός στον οποίο χορεύεται το διπάτ’. Είναι χορός τελετουργικός με έκδηλη την ηθική πραότητα, την ευγένεια και τη σεμνότητα της ψυχής και είναι ανάλογος με τους αρχαίους σεμνοπρεπούς θρησκευτικούς χορούς. Στον Πόντο διπάτ’ χόρευαν κυρίως άτομα σεβαστής ηλικίας, γι’ αυτό ονόμαζαν τον χορό ‘κοδεσπενακόν ομάλ’, αφιερωμένος χορός δηλαδή στις οικοδέσποινες των ποντιακών οικογενειών. Απ’ αυτήν ακριβώς την ονομασία του θεωρείται από πολλούς μελετητές ότι έλκει την προέλευσή του από τον αρχαίο τελετουργικό χορό προς τιμήν της Θεάς Εστίας, προστάτιδας της οικογένειας. Στον Πόντο το διπάτ’ ήταν χορός με τον οποίο άρχιζαν όλες οι μεγάλες εκδηλώσεις, τόσο της οικογενειακής όσο και της κοινωνικής ζωής.
Διπλόν Ομάλ
Χορός της περιοχής Κιουμούσ Ματέν. Εκατήβα’ς σα Παξέδες: Χορός της Τραπεζούντας.
Εμρ’ Οπίς’ ή Φούλουρ-Φουλούρ
Ονομασία χορού στο Στάμαν Τραπεζούντας.
Έταιρε ή Εταιρέ
Χορός από την Τραπεζούντα. Είναι μεικτός, τελετουργικός και κυκλικός χορός χωρίς να κλείνει ο κύκλος. Ανήκει στην κατηγορία των χορών που έχουν σα βάση τον χορό τίκ, μόνο που ο συγκεκριμένος χορός έχει πιο αργό ρυθμό και το ιδιόμορφο μελωδικό χρώμα της περιοχής της Άνω Κατσούκας. Ο χορός συνοδεύεται από το δημοτικό τραγούδι «π’ ερνιξόν με έταιρε» απ’ όπου πήρε και την ονομασία του. Από θεματική άποψη, είναι χορός του αγροτικού βίου γι’ αυτό και οι κινήσεις των χεριών των χορευτών, συμβολίζουν το βίαιο άρπαγμα της κόρης από τον έτερο και το πέρασμά της από τα ορμητικά νερά που τους χώριζαν. Παρόμοιος χορός είναι και το «καλόν κορίτσ’», ονομασία που την πήρε από το δημοτικό ομότιτλο τραγούδι που τον συνοδεύει.
Θανατί’ Λάγγεμαν (Κιζλάρ Οπλαμασί)
Χορευόταν στο χωριό Ασάρ της Πάφρας. Θήμιγμα(ν) ή Θήμισμα(ν) ή Θήμιμα(ν) ή Θημάσμαν ή Εφτά ζευγάρια και το Τέκ’: Παμποντιακός τελετουργικός χορός των νεονύμφων. Καβαζίτας: Χορός της Κερασούντας (Γουρούχ). Καλόν Κορίτσ’ ή Παπόρ: Χορός της περιοχής Ματσούκας (Τραπεζούντα). Καρσιλαμάς: Αντικριστός ζευγαρωτός χορός. Κελ-Κίτ: Χορός που πήρε το όνομάτου από την ομώνυμη κωμόπολη μεταξύ Νικόπολης και Σεβάστειας, η ονομασία είναι τούρκική και σημαίνει «έλα και φύγε». Κόνιαλι: Χορεύονταν σχεδόν σε όλο τον Πόντο και ιδιαίτερα στην περιοχή της Νικόπολης. Κουνιχτόν: Χορός της Νικόπολης. Καλόν κορίτς: Ποντιακός χορός που προέρχεται από την περιοχή της Ματσούκας, κοντά στην Τραπεζούντα. Πήρε την ονομασία του από το στίχο του τραγουδιού: «Καλόν κορίτς, καλόν κορίτς καλόν κ ευλογημένον σην χόραν φαίνεται άχκεμον, σε μέν εν φωταγμένον» (Καλό κορίτσι κι ευλογημένο, στους ξένους φαίνεται άσχημη, σε μένα πανέμορφη). Είναι μια μορφή διπλού τικ. Κοριτσί χορόν (Κιζλάρ Καϊτεσί): Χορός της περιοχής Πάφρα. Κοτσαγγέλ: Είναι χορός μεικτός και τελετουργικός. Είναι ο τελευταίος από τους τελετουργικούς χορούς του γάμου κι ο μόνος από τους ποντιακούς χορούς που δεν έχει καθορισμένη μορφή και φορά. Το σχήμα του δε, είναι άλλοτε κυκλικό κι άλλοτε ελικοειδές, με ποικιλία στροφών. Μελετώντας κανείς το χορό κοτσαγγέλ’ σε σχέση με τους χορούς της αρχαίας Ελλάδας, τόσο ως προς τον τύπο ( μορφή και σχήμα) όσο και από την άποψη του τι εκφράζει, μένει κατάπληκτος από την ομοιότητα που παρουσιάζει με τον αρχαίο χορό γέρανο, και τους μεικτούς ομηρικούς χορούς από νέους και νέες. Το κοτσαγγέλ’ δεν ήταν ο τελευταίος χορός μόνο του γάμου, αλλά και κάθε κοινωνικής εκδήλωσης. Χορεύοντας το κοτσαγγέλ’, οι χορευτές περιφέρονταν στα διάφορα μέρη του σπιτιού και της αυλής. Η φορά του χορού είναι κυρίως προς τα δεξιά, αλλά με σύνθημα του πρώτου μπορεί ν’ αλλάξει προς τ’ αριστερά. Το όνομά του το πήρε από τις μικρές απότομες ( κοτσές) στροφές (καγγέλια). Κότσ’ ή τη Κότσος: Παμποντιακός χορός, Κυρίως όμως χορευόταν στις περιοχές Αμισού, Κοτυώρων, Κερασούντας και στην ευρύτερη περιοχή της Χαλδίας. Είναι κυκλικός χορός, με πανάρχαια προέλευση, και τις περισσότερες φορές ο κύκλος του δεν Κλείνει. Αυτό ακριβώς δίνει τη δυνατότητα στον πρωτοχορευτή ή την πρωτοχορεύτρια να δημιουργεί προσωπικές φιγούρες. Είναι χορός ζωηρός και εύθυμος, δίχως να ξεφεύγει από τα ήθη της εποχής. Γι’ αυτό και έδινε διέξοδο για χορευτική έξαρση κυρίως στις γυναίκες και στα κορίτσια του Πόντου, πράγμα που λειτουργούσε ως αντιστάθμισμα στους ζωηρούς ανδρικούς πολεμικούς χορούς. Έτσι επικράτησε να χορεύεται από γυναίκες, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν τον χορεύουν άνδρες. Το όνομά του, το πήρε απ’ το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό χτύπημα της φτέρνας (κότσ’) των ποδιών των χορευτών. Κοτσάκι(ν): Αντικριστός ζευγαρωτός χορός στην περιοχή της Νικόπολης. Σε χωριά της Τραπεζούντας είχε την ονομασία Κετσέκ Κετσέκ. Κοτσιχτόν Ομάλ’:Χορευόταν με μικρές παραλλαγές σε όλες σχεδόν τις περιοχές του Πόντου. Κούσερα: Χορός που πήρε την ονομασία του από το ομώνυμο χωριό της Ματσούκας. Λαφράγκα: Χορευόταν από Ποντίους με καταγωγή από την Σαμψούντα. Λαχανά: Κυκλικός χορός που χορεύεται από άνδρες και γυναίκες. Πήρε την ονομασία του, από τ’ ομώνυμο δημοτικό τραγούδι, από το οποίο και συνοδεύεται. Ανήκει στην κατηγορία των χορών ομάλ’, χοροί που χορεύονταν σε πολλές περιοχές του Πόντου και ανάλογα με την περιοχή έπαιρναν και τ’ όνομά τους. Λέτσι: Χορός της περιοχής Κάρς. Είναι κυκλικός ομαδικός χορός και στον Πόντο τον χόρευαν μόνο άνδρες. Ανήκει στους τοπικούς χορούς και χορευόταν από Ποντίους των περιοχών του Αντικαυκάσου. Θεωρείται παραλλαγή του χορού λετσίνα. Λέτσινα: Χορός της περιοχής Κάρς. Είναι κυκλικός, μεικτός χορός και κατατάσσεται στους πολεμικούς χορούς. Χορευόταν σε ορισμένες περιοχές του Ανατολικού Πόντου και του Κάρς. Τ’ όνομά του προέρχεται από τ’ όνομα ενός αρπακτικού πουλιού, είδος γερακιού, το λετσίν. Εξάλλου, μια απλή παρατήρηση στο κάρφωμα των δακτύλων των ποδιών των χορευτών στο έδαφος, φέρνει στο νου, τα γαμψά νύχια και το ράμφος του γερακιού. Στον Πόντο λετσίνα χόρευαν μόνο άνδρες. Μαντήλια: Ζευγαρωτός αντικριστός χορός της περιοχής Κιουμούσ’ Ματέν. Μαρς: Σκοπός του γάμου της περιοχής Κάρς. Μαύρον Πεγάδ’ (Καρά Πουνάρ): Πήρε το όνομά του από το ομώνυμο χωριό της Πάφρας. Μηλίτσα: Μεικτός, κυκλικός χορός με προέλευση τη Σάντα, Τραπεζούντας. Μητερίτσα: Χορευόταν στην Τραπεζούντα και στα παράλια αστικά κέντρα. Μονόν Χορόν (Τεκ Καϊτέ): Χορός της Πάφρας του Πόντου. Μουζενίτ’κον: Πήρε το όνομά του από το χωριό Μούζενα της Αργυρούπολης. Μωμο(γ)έρια ή τη Μωμο(γ)ερί ή Κοτσαμάνια (τα) στη Λιβερά της Ματσούκας ή Μαϊμούνια στην περιοχή του Κάρς: ένα από τα έθιμα των Ελλήνων του Πόντου. Ντολμέ ή Τσολμέ: Χορός της περιοχής του Όφη. Ομάλ’ (Κάρς): Χορός της περιοχής Κάρς. Είναι ομαδικός, κυκλικός χορός με έκδηλη την ηθική πραότητα, γι’ αυτό και ονομάζεται ομάλ’ που σημαίνει ομαλά. Χορεύεται από άνδρες και γυναίκες που κρατιούνται χέρι-χέρι με οριζόντιους τους πήχεις και κατακόρυφους τους βραχίονες. Είναι μάλιστα τόσο κοντά ο ένας στον άλλον, ώστε ο πήχης του ενός χορευτή σχεδόν ακουμπά τον πήχη του άλλου. Ομάλ’ στον Πόντο χόρευαν σε πολλές περιοχές, γι’ αυτό και παρουσιάζεται με πολλές παραλλαγές. Επικρατέστεροι από τους ομάλ’ χορούς είναι των περιοχών Κάρς, Κερασούντας, Τραπεζούντας και Γαράσαρης. Ομάλ’ Απλόν ή Ομάλ’ Μονόν: Χορός από την Τραπεζούντα και Αργυρούπολη. Ομάλι(ν) ή Τζανί μ’ Αμάν’: Χορός από την περιοχή της Νικόπολης (Γαράσαρη). Ούτσαϊ ή Ούτς Αλτί: Χορός από την Πάλτσανα της Νικόπολης. Πατούλα: Χορευόταν σε όλο τον Πόντο. Από τους γνωστότερους χορούς σ’ όλο τον Πόντο. Είναι χορός κυκλικός και χορεύεται από άνδρες και γυναίκες. ο ρυθμός του προσομοιάζει με το διπάτ’ με τη διαφορά ότι είναι γρηγορότερος και περισσότερο εύθυμος. Το ύφος του φανερώνει ότι πρόκειται για χορό σχετιζόμενο με το έθιμο της απαγωγής. Εδώ, μόνο, που εξυπακούεται η εκούσια απαγωγή μιας κόρης που oι γονείς της αρνούνται να την παντρέψουν με το νέο που αγαπά. Ο χορός ήταν γνωστός και με τ’ όνομα «πιπιλομμάταινα», σύμφωνα με το τραγούδι που συνοδεύει τον χορό. Σαμψόν: Χορός αμφιβόλου προέλευσης. Πιθανές περιοχές προέλευσης, Σαμψούντα και Όφη. Σαρί Κουζ’: Χορός που συναντάμε σε διάφορες περιοχές του Πόντου (Κάρς, Τραπεζούντα, Αργυρούπολη, Χερίανα κλπ). Σαρί Κουζ’ Παλαΐας: Χορός από την Παλαΐα του Κάρς. Σαρί Κουζ Λαγγευτόν (Ατλαμασί): Χορός από την Πάφρα. Σαρί κουζ’ (Πάφρα): Χορός από την Πάφρα. Είναι χορός μεικτός, ημικυκλικός, παρόμοιος με τη Τρυγόνα, αλλά περισσότερο «ανοικτός», σ’ ότι αφορά τα βήματα και τις χορευτικές φιγούρες. Είναι συμβολικός χορός και ανήκει στον κύκλο των αγροτικών χορών, μιας και η όλη κινησιολογία του μας παραπέμπει στην εργασία του θερισμού. Η ξανθή κοπέλα, η σαρήκιουζ, παριστάνει το στάχυ, που βολοδέρνει στον αέρα. Τις κινήσεις αυτές αναπαριστά μια χορεύτρια, ώσπου μπαίνει ο κύριος χορευτής μ’ ένα δρεπάνι στο χέρι και αποπειράται να κόψει την κοπέλα-στάχυ. Στη συνέχεια, εμφανίζεται επί σκηνής ο χορός ( δίκη αρχαίου χορού, βέβαια). Μπροστά πηγαίνουν οι άνδρες χορευτές με δρεπάνια στα χέρια και με κινήσεις ρυθμικές «θερίζουν». Ταυτόχρονα, μια άλλη κοπέλα μ’ ένα λαγήνι στο χέρι κι ένα τάσι, προσφέρει νερό εναλλάξ σ’ όλους τους χορευτές. Εκείνοι πίνουν, σκουπίζουν τον ιδρώτα τους. Στο περιθώριο δε, άλλες κοπέλες-χορεύτριες εκτελούν παρεμφερείς, με το θερισμό, εργασίες. Σερρανίτσα ή Εικοσιένα ή Χεριανίτσα ή Χεϊριανίτσα: Προέρχεται από την περιοχή Χερίανα, νοτιοδυτικά της Αργυρούπολης. Στενά δρόμια (Ταρατσού Σοκακλάρ): Χορός από την Πάφρα. Τάμσαρα ( Τραπεζούντα): Χορός που έχει σαν βάση το Διπάτ’ και χορευόταν σε χωριά της Τραπεζούντας. Τάμσαρα: Χορός της περιοχής Νικόπολη. Τέρς’ (Ακ Νταγ Ματέν): Χορός της περιοχής Άκ Ντάγ Ματέν. Τέρς (Κιουμούσ’ Ματέν): Χορός της περιοχής Κιουμούσ’ Ματέν. Τσουρτούγουζους: Ποντιακός χορός που στα τούρκικα σημαίνει πλάτη κοπέλας (τσούρτ=πλάτη, κούζ=κόρη). Είναι από το Κιουμούς Ματέν. Ξεκινάει πολύ αργά και χορεύεται σαν διπλό τικ με τα χέρια σε διαρκή κίνηση. Στην πορεία ο ρυθμός αυξάνεται μέχρι να γίνει πολύ γρήγορος. Παίζεται με βιολί, ούτι και κεμανέ, σπανιότερα με ζουρνά. Υπάρχει μόνο ένας σκοπός του χορού χωρίς τραγούδι. Ο ρυθμός είναι δίσημος 2/4. Τίβ-Τιβ-Τιβ-Τάνα: Χορευόταν στην Τραπεζούντα. Τίζ: Χορός της περιοχής Άκ Ντάγ Ματέν. Τίκ’: Χορός των περιοχών Κιουμούσ’ Ματέν, Ατά Παζάρ και Πάφρας. Είναι κυκλικός, μεικτός χορός, η ονομασία του οποίου σημαίνει ολόρθα ( τίκια ), υπονοώντας τη στάση που παίρνουν οι χορευτές στη διάρκεια του. Επιπλέον, ενώ χορεύουν οι συμμετέχοντες, φωνάζουν τίκια ή έμορφα. Άλλωστε η ορθή στάση των χορευτών αποδεικνύει την ελληνικότητα του συγκεκριμένου χορού, γιατί σε αντίθεση με τους ανατολικούς χορούς, οι ελληνικοί χοροί χορεύονται σε ορθή στάση. Και αυτό που κυρίως τους διακρίνει, όπως άλλωστε και τους αρχαιοελληνικούς είναι η μη κίνηση της μέσης. Το τίκ όταν χορεύεται επί τόπου, ονομάζεται «σο γόνατον» ενώ άλλη μορφή του χορού είναι το «μονόν τίκ», χορός της περιοχής Ματσούκας. Αξίζει ν’ αναφερθεί, ότι το τίκ χορεύεται και από τους Τούρκους, που ενώ ισχυρίζονται ότι ο χορός είναι τουρκικός, τον ονομάζουν απλώς χορόν. Τίκ’ αργόν: Χορός της περιοχής Άκ Ντάγ Ματέν. Τίκ (διπλόν) ή Κοδεσπαινιακόν Τίκ’ ή Τικ’ ‘ς σο γόνατο: Χορός που συναντάμε σε όλο σχεδόν τον Πόντο. Τίκ’ Λαγγευτόν: Χορός διαδεδομένος σε πολλές περιοχές του Πόντου, όπως Κερασούντα, Κοτύωρα, Σούρμενα, Τόνγια κλπ. Τίκ’ Μονόν: Χορεύεται στην περιοχή της Τραπεζούντας και κυρίως στη Ματσούκα. Τίκ’ Μονόν Κοφτόν: Χορός από την Ίμερα του Πόντου. Τίκ (Τόνγια): Χορός της περιοχής Τόνγιας. Τίκι(ν): Χορός από την περιοχή της Νικόπολης. Τίταρα ή Τετέ Αγάτς: Χορός της περιοχής Αργυρούπολης. Τίταρα: Χορευόταν στο Κάρς και στα Κοτύωρα. Τούρι: Χορός της περιοχής Κάρς. Τρία τη Κότσαρι: Χορευόταν στην περιοχή του Κάρς. Τρομαχτόν Τίκ’: Χορός με προέλευση το Κάρς και διαδόθηκε σε ολόκληρο σχεδόν τον Πόντο. Ο χορός αυτός έχει ίσως το γνησιότερο ποντιακό χαρακτήρα από όλους τους χορούς που χορεύονταν στη γενικότερη περιοχή του Πόντου. Στο χορό αυτό βρίσκει ίσως τελειότερη την έκφρασή της, όλη η μαγεία του ποντιακού χορού. Ετυμολογικά η ονομασία του προέρχεται από το ρήμα τρομάζω – τρέμω, και με τη λέξη «τρομαχτόν» εννοείται το τρέμουλο ολόκληρου του σώματος, όταν ο χορευτής στηρίζεται στη μύτη του πέλματος κι ανεβοκατεβάζει την πατούσα. Ο Παντελής Μελανοφρύδης σε σχετικά άρθρα του υποστηρίζει, ότι το τρομαχτόν τίκ προήλθε από τη Σέρρα. Κι αυτό επειδή η Σέρρα χορευόταν από ενόπλους χορευτές και οι Τούρκοι απαγόρευαν στους Έλληνες να φέρουν όπλα, αναγκάστηκαν οι Πόντιοι να χορεύουν μόνο το μέρος της Σέρρας που έμοιαζε με το τίκ, δηλαδή το τρομαχτόν. Ο χορός αυτός φαίνεται να χορεύεται όλος επί τόπου. Στον Πόντο τον χόρευαν μόνο άνδρες και συνήθως στις περιοχές των Κοτυώρων και του Κάρς. Τρυγόνα Γουρούχ ή Γουρουχλίδικον: Χορός της περιοχής Γουρούχ, Κερασούντας. Τρυγόνα: Χορευόταν σε ολόκληρο σχεδόν τον Πόντο. Είναι μεικτός, ομαδικός, κυκλικός χορός που αποπνέει έναν κεφάτο πρωτογονισμό. Είναι ο μοναδικός ποντιακός χορός που έχει φορά προς τ’ αριστερά κι όχι προς τα δεξιά. Είναι συμβολικός χορός και ανήκει στον κύκλο των αγροτικών χορών. Σύμφωνα με την ερμηνεία που τον αποδίδεται, η γυναίκα ενός μυξιάρη και οκνηρού άνδρα ( που δεν ήταν ικανός ούτε ξύλα από το δάσος να φέρει στο σπίτι του ) η Τρυγόνα, αναγκάζεται να πάει αυτή στο βουνό να κόψει ξύλα και να τα μεταφέρει. Οι κινήσεις του χορού παρουσιάζουν το κόψιμο των ξύλων, όπως άλλωστε περιγράφει και το δημοτικό τραγούδι που συνοδεύει το χορό «έστεκεν κι εποίνεν ξύλα, η Τρυγόνα ». Στον Πόντο, Τρυγόνα χόρευαν μόνο οι γυναίκες. Τσαραχότ: Χορός της περιοχής του Άκ Ντάγ Ματέν. Τσοκμέ ή Σαρί Κουζ μαντηλί: Χορός περιοχής Κάρς. Τσουρτούγουζους: Χορός της περιοχής Κιουμούσ’ Ματέν. Τυρφών ή Τυφρών ή Τρυφών (Τρύφωνας): Χορός από την Πάφρα. Φόνα: Χορός από την Αργυρούπολη. Χάλα χάλα: Χορός της περιφέρειας Κακάτσης (Αργυρούπολη). Χαλάι: Χορός της περιοχής του Άκ Ντάγ Ματέν. Χερενίτσα: Είναι μεικτός, ομαδικός χορός. Το όνομά του προέρχεται από τη λέξη χερροίανα, διότι εικάζεται ότι επινοήθηκε ή χορευόταν αρχικά σ’ αυτή την περιοχή. Ο χορός έχει συνολικά 21 βήματα, τα οποία αν εξαιρέσουμε ορισμένες χορευτικές φιγούρες επαναλαμβάνονται συνεχώς, γι’ αυτό ο συγκεκριμένος χορός ονομάζεται και εικοσιένα. Πριν αρχίσει ο χορός, οι χορευτές στέκονται σχεδόν σε στάση προσοχής, κρατώντας ο ένας το χέρι του επομένου. Το σώμα και το κεφάλι έχουν «λεβέντικη» στάση.